- ἐναπομίξει
- ἐναπομί̱ξει , ἐν , ἀπό-μίγνυμιmixaor subj act 3rd sg (epic)ἐναπομί̱ξει , ἐν , ἀπό-μίγνυμιmixfut ind mid 2nd sgἐναπομί̱ξει , ἐν , ἀπό-μίγνυμιmixfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.